- ισόφονος
- ἰσόφονος, -ον (Α)αυτός που αναφέρεται στην αλληλοσφαγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -φονος (< φόνος), πρβλ. κακό-φονος, νεό-φονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοφόνων — ἰσόφονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek